- ἰπωτήριον
- ἰπωτήριονolive-neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπωτήριον — ἰπωτήριον, τὸ (Α) [ιπώ] 1. πιεστήριο 2. ιατρ. είδος καθετήρα 3. είδος εμπλάστρου … Dictionary of Greek
ἰπωτηρίου — ἰπωτήριον olive neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπωτηρίῳ — ἰπωτήριον olive neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)